ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΟ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟ ΓΑΛΑ



Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση εργασίας με τίτλο: «Η κτηνοτροφία ως παράγοντας ευημερίας και οι εγκληματικές πολιτικές του ελληνικού κράτους, Αγελαδινό γάλα»



 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΤΟ ΑΓΕΛΑΔΙΝΟ ΓΑΛΑ.

Α. Άμεσα μέτρα

1)  Άμεση άρση της εγκληματικής και παρανοϊκής απόφασης που  επιτρέπει την παρασκευή «ελληνικού γιαουρτιού» από μη ελληνικό γάλα. «Παραδοσιακό ελληνικό γιαούρτι» είναι αυτό που παράγεται από ελληνικό «νωπό» γάλα. Από την πρώτη κυριολεκτικά μέρα μια πατριωτική κυβέρνηση μπορεί να επαναφέρει τον Κώδικα Τροφίμων και Ποτών για το γιαούρτι όπως ήταν πριν τον Αύγουστο του 2016. Δεν είναι μόνο το θέμα του παραλόγου και του αυθαίρετου χαρακτήρα της κρατικής απόφασης παρασκευής γιαουρτιού από (γενικώς και αορίστως) «γάλα». Πρόκειται και για εξαπάτηση των καταναλωτών. Από μόνη της βέβαια η νομοθεσία δεν λέει τίποτα χωρίς την ταυτόχρονη ενεργοποίηση των μηχανισμών ελέγχου. Το «ελληνικό γιαούρτι» είναι ένα διεθνούς φήμης εξαγώγιμο προϊόν, με υψηλότατη προστιθέμενη αξία, μέσω του οποίου μπορούν να καταναλωθούν πολύ μεγάλες ποσότητες ελληνικού αγελαδινού γάλακτος. Το «ελληνικό γιαούρτι» μπορεί από μόνο του να δώσει τεράστια ώθηση στην ελληνική αγελαδοτροφία. Επίσης προϊόντα με βάση αυτό (τζατζίκι κλπ), κατέχουν σημαντική θέση στις προτιμήσεις ελλήνων και ξένων καταναλωτών. Γιαούρτια που δεν θα παρασκευάζονται από ελληνικό, νωπό γάλα, μπορούν να λέγονται «ελληνικού τύπου».

2)  Άμεση εκστρατεία ενημέρωσης των καταναλωτών για την ανώτερη βιολογική αξία του φρέσκου (χαμηλής παστερίωσης) γάλακτος με «διάρκεια ζωής» 5 ημέρες.  Η συνολική ετήσια κατανάλωση φρέσκου γάλακτος των Ελλήνων σήμερα είναι κάτω από 400.000 τόνους με τάσεις μείωσης. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε μέση ημερήσια κατανάλωση 100 γραμμαρίων/άτομο, δηλαδή λιγότερο από μισό ποτήρι. Για μία κυβέρνηση  εθνικού προσανατολισμού η οποία θα ενδιαφέρεται τόσο για την εθνική παραγωγή όσο και για την υγεία των πολιτών, είναι απόλυτα εφικτός ο στόχος του διπλασιασμού αυτής της ποσότητας. Το φρέσκο (και όχι το μακράς διάρκειας) γάλα είναι ένα τρόφιμο, επιστημονικά τεκμηριωμένης και εμπειρικά διαπιστωμένης από τους καταναλωτές, υψηλής διατροφικής αξίας, πλούσιο σε πολύτιμα θρεπτικά συστατικά. Δύο ποτήρια γάλα καλύπτουν το 25% των ημερήσιων αναγκών του μέσου ανθρώπου σε πρωτεΐνες και το 75% σε ασβέστιο. Θεωρούμε πολύ εύκολο στόχο τον διπλασιασμό της κατανάλωσης, στα 200 γραμμάρια την ημέρα (λιγότερο από ένα ποτήρι) μετά από μια καμπάνια που θα τονίζει την θρεπτική αξία του γάλακτος και παράλληλα θα καλεί τους Έλληνες πολίτες να στηρίξουν την εθνική παραγωγή. Με δεδομένο ότι τις μεγαλύτερες ευεργετικές ιδιότητες του γάλακτος είναι σε νεαρές και γηραιές ηλικίες και σε αρρώστους, η εισαγωγή του φρέσκου γάλακτος σε σχολεία, γηροκομεία, νοσοκομεία κάνει ακόμα πιο εύκολο το στόχο.

Η παραγωγή σήμερα είναι κάτι παραπάνω από 600 χιλ. τόνοι. Όπως είπαμε σε άλλο σημείο της εργασίας μας, με κατανάλωση 400 χιλ. τόνων υπάρχει ένα μόνιμο «αποθεματικό» 200 χιλ τόνων, γεγονός που επιτρέπει στη γαλακτοβιομηχανία να συμπιέζει τη τιμή παραγωγού, γιατί μόνο για το φρέσκο γάλα έχει ανάγκη τη ντόπια παραγωγή αφού τα υπόλοιπα προϊόντα της μπορεί να τα παρασκευάζει με εισαγόμενο γάλα.

Η επίτευξη του στόχου αυτού, που επαναλαμβάνουμε την θεωρούμε πολύ εύκολη, σημαίνει συνολική ετήσια κατανάλωση 750.000 τόνων φρέσκου γάλακτος. Αυτό όχι μόνο στερεί την δυνατότητα από τη βιομηχανία συμπίεσης της τιμής παραγωγού αλλά κάνει και επιτακτική την ανάγκη αύξησης της παραγωγής, για την οποία θα υπάρχουν τα χρονικά περιθώρια προσαρμογής αφού η αύξηση της ζήτησης δεν θα γίνει από τη μια μέρα στην άλλη αλλά προοδευτικά.

3) Δεκάδες εκατομμύρια τουρίστες εισέρχονται κάθε χρόνο στη χώρα μας. Οι περισσότεροι διαμένουν στις μεγάλες «all inclusive» ξενοδοχειακές μονάδες στις οποίες σπάνια βρίσκεις ελληνικά προϊόντα. Μία πολιτική που να δημιουργεί υποχρεώσεις ή/και να προσφέρει κίνητρα σε αυτές, μπορεί να αυξήσει κάθετα την κατανάλωση. Αντίστοιχες πολιτικές μπορούν να εφαρμοστούν στα πλοία της ελληνικής ακτογραμμής και σε εμπορικά πλοία που ανεφοδιάζονται στα ελληνικά λιμάνια.

 4) Είναι αυτονόητο όπως όλα τα κοινωφελή ιδρύματα και ο στρατός μπορούν εύκολα να αποτελέσουν μεγάλους καταναλωτές φρέσκου ελληνικού γάλακτος. Επίσης στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις που προσφέρουν γεύματα ή μικρογεύματα στους υπαλλήλους τους μπορούν να δοθούν ανάλογα κίνητρα.

5) Σε ειδικές θέσεις και ράφια θα προβάλλονται τα ελληνικά προϊόντα υποχρεωτικά σε όλα τα super markets της χώρας τα οποία θα υποχρεούνται επίσης να οργανώνουν εκδηλώσεις αφιερωμένες σε αυτά ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Θα υποχρεούνται επίσης στην τοποθέτηση μια ελάχιστης ποσότητας τοπικών προϊόντων.

6) Για τη διατήρηση της παραγωγής στα σημερινά επίπεδα και για ελάχιστο χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσουν να αποδίδουν τα υπόλοιπα μέτρα(προστασία από εισαγωγές, αύξηση κατανάλωσης νωπού γάλακτος, καθετοποίηση κλπ), η καθιέρωση Τιμής Βάσης (ΤΒ) πρέπει να είναι από τα πρώτα άμεσα μέτρα. Η ΤΒ θα προσδιορίζεται από το κόστος παραγωγής συν ένα λογικό ποσοστό κέρδους και θα επικαιροποιείται κάθε χρόνο. Ο καθορισμός της θα γίνεται από ανεξάρτητο φορέα, θα έχει επιστημονική τεκμηρίωση, θα έχουν λόγο και οι παραγωγοί.

7) Ο μόνος έλεγχος του γάλακτος (σύσταση, μικροβιολογικός κλπ) που αναγνωρίζεται από τις μεγάλες γαλακτοβιομηχανίες, είναι αυτός που γίνεται από τις ίδιες. Αυτό πρέπει άμεσα να αλλάξει και να γίνεται από ανεξάρτητο φορέα.

 

Β. Μακροπρόθεσμος σχεδιασμός.

1. Εθνικά αναγκαία ποσότητα γάλακτος.

Εκτός των άμεσων μέτρων, τα οποία θα αυξήσουν την κατανάλωση ελληνικού αγελαδινού γάλακτος σε σύντομο χρονικό διάστημα με συνακόλουθα αποτελέσματα τόσο στην αύξηση της «τιμής παραγωγού», όσο και στην θετική επίδραση στη  ψυχολογία των αγελαδοτρόφων για να αυξήσουν τη παραγωγή τους, χρειάζεται η εκπόνηση ενός μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδίου για τη ανάπτυξη του κλάδου σε στέρεες βάσεις και σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες. Αυτό με τη σειρά του πρέπει να απαντάει σε δύο ερωτήματα. Πρώτον της εθνικά απαιτούμενης ποσότητας παραγωγής και δεύτερον του τρόπου που αυτή θα πραγματοποιηθεί.

Για τον προσδιορισμό της εθνικά απαιτούμενης ποσότητας, γνώμη του γράφοντος είναι, ότι, πρέπει να κατατάξουμε τα προϊόντα γάλακτος σε δύο κατηγορίες: Στα «αναγκαία» ή «πρωτεύοντα»  και στα  «καταναλωτικά» ή «δευτερεύοντα».          

Ως «αναγκαία» να θεωρούνται τα προϊόντα τα οποία είναι απαραίτητα για τις βιολογικές ανάγκες, εφαρμόζονται σε δίαιτες, καλύπτουν συνήθειες, αποτελούν στοιχεία πολιτισμού και παράδοσης, προκαλούν ευχαρίστηση κατά γενική ομολογία. Τέτοια προϊόντα, εκτός από το φρέσκο γάλα,  μπορούν να θεωρηθούν το γιαούρτι, τα τυριά, το βούτυρο, το κεφίρ, το ξινόγαλο, τα  συμπυκνωμένα γάλατα, τα παγωτά κλπ. Ως «καταναλωτικά» να θεωρούνται προϊόντα από γάλα τα οποία ικανοποιούν τεχνητές ή κατά φαντασίαν ανάγκες που το μάρκετινγκ, όπως και με πλείστα όσα είδη μαζικής κατανάλωσης, έχει καταφέρει να κάνει «απαραίτητα» στους καταναλωτές για εμπορικούς και μόνο λόγους. Τέτοια προϊόντα είναι τα εκατοντάδες είδη επιδορπίων με βάση το γάλα με τη μορφή γιαουρτιών, κρεμών, αλοιφών, ροφημάτων κλπ. Στη κατηγορία αυτή, πρέπει να εντάξουμε και τα διάφορα «light» γαλακτοκομικά προϊόντα με τα αμφιλεγόμενα ευεργετήματα. Προϊόντα επίσης που εύκολα μπορούν να παρασκευαστούν στο σπίτι (ρυζόγαλα, κρέμες κλπ) αλλά που ο σύγχρονος τρόπος ζωής τα έχει βιομηχανοποιήσει. Τα προϊόντα αυτά θα μπορούσαν να είναι και αδιάφορα στην απόφαση για την εθνικά αναγκαία ποσότητα γάλακτος.

Το γεγονός ότι η ζήτηση σήμερα είναι 1,3 εκατ. τόνοι δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι και αυτός ο στόχος της εθνικής παραγωγής. Ο καθορισμός της «εθνικής ποσότητας» πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης στη βάση δύο κριτηρίων. Της απαιτούμενης ποσότητας για την παραγωγή των «αναγκαίων» προϊόντων όπως περιγράφθηκαν παραπάνω ώστε να εξασφαλίζεται αυτάρκεια και τα προϊόντα να είναι ασφαλή για την υγεία ως τοπικά ελεγχόμενα. Δεύτερον την εξασφάλιση της αναγκαίας ποσότητας γάλακτος ως πρώτης ύλης για την παραγωγή εξαγώγιμων γαλακτοκομικών προϊόντων με αιχμή το «παραδοσιακό γιαούρτι», αλλά και άλλων όπως οι γραβιέρες, το παγωτό κλπ. Θεωρητικά μιλώντας, με την εφαρμογή μιας εθνικής στρατηγικής οι ανάγκες σε γάλα μπορεί να φτάσουν σε δυσθεώρητα ύψη και ενδεχομένως να χρειαστεί όπως οριστεί ένα ανώτατο όριο παραγωγής ώστε οι καλλιέργειες ζωοτροφών να μην αποβούν σε βάρος άλλων, εθνικά αναγκαίων καλλιεργειών.

Ως προς τα «καταναλωτικά» ή «δευτερεύοντα» γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τα γάλατα υψηλής παστερίωσης, τα επιδόρπια κλπ,  πρέπει, υπό το πρίσμα του συνολικού οικονομικού οφέλους της χώρας, να εξεταστεί αν θα παράγονται από εγχώριο γάλα.

Αφού προσδιοριστεί η εθνικά αναγκαία ποσότητα πρέπει να σχεδιαστεί ο τρόπος παραγωγής. Να σχεδιαστεί επίσης και να εφαρμοστεί πιλοτικά σε πρώτη φάση ο ιδανικότερος τρόπος μεταποίησης της πρώτης ύλης και της εμπορίας του τελικού προϊόντος. Τα κριτήρια παραγωγής της πρώτης ύλης και της διάθεσης του τελικού προϊόντος δεν μπορεί παρά να είναι οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συναρτώμενα μεταξύ τους.

 

2. Η διατροφή των ζώων.

Είναι τεράστιας σημασίας για τη χώρα η μείωση των εισαγωγών ζωοκομικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων και οι ζωοτροφές, καθώς αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη εκροή οικονομικών πόρων μετά τα καύσιμα. Το κόστος διατροφής αγγίζει το 70% των συνολικών δαπανών των κτηνοτροφικών μονάδων. Για τη σόγια που συμμετέχει σταθερά σε όλα τα διατροφικά σχήματα όλων των εκτρεφόμενων ζώων, καθώς είναι η σημαντικότερη πηγή πρωτεΐνης των εφαρμοζόμενων διατροφικών μοντέλων, ξοδεύονται 230 εκατ.  ευρώ/έτος για την εισαγωγή της.  Οι δαπάνες σε σόγια συμμετέχουν σε ποσοστό 20-25% στο τελικό κόστος των συμπυκνωμένων ζωοτροφών των αγελάδων και το 10% των εσόδων από το γάλα ξοδεύεται για την αγορά της. Μία μεσαία μονάδα της τάξης των 150 αρμεγόμενων αγελάδων καταναλώνει περίπου 120 τόνους το χρόνο σόγια που την αγοράζει 0,45 ευρώ/κιλό περίπου. Αντικαθιστώντας τη με ένα ισοδύναμο σε θρεπτική αξία προϊόν που μπορεί να κοστίσει 5-10 λεπτά λιγότερο, θα έχει ένα ετήσιο όφελος 6-12.000 ευρώ. Να πούμε τέλος, ότι η εισαγόμενη σόγια που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων είναι μεταλλαγμένη.

Στις δεκαετίες του 1930 και 1980 έγιναν προσπάθειες για την καλλιέργειά της σόγιας στη χώρα μας αλλά απέτυχαν. Οι αποδόσεις ήταν χαμηλές και το εισόδημα των παραγωγών μικρότερο από ανταγωνιστικές καλλιέργειες (βαμβάκι, καλαμπόκι, βιομηχανική ντομάτα κλπ). Η καλλιέργειά της εγκαταλείφθηκε αφού καμία συστηματική προσπάθεια, κανένας κεντρικός σχεδιασμός δεν έγινε για τη καλλιέργεια αυτού του σπουδαίου, στρατηγικής σημασίας, για τη κτηνοτροφία αλλά και για την εθνική οικονομία, προϊόντος. Στη γειτονική μας Σερβία αποτελεί μία από τις βασικές καλλιέργειες.

Κλιματολογικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για την καλλιέργεια της σόγιας στη χώρα μας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκοτόπων το κόστος παραγωγής ανέρχεται στα 98 ευρώ το στρέμμα και η στρεμματική απόδοση είναι πάνω από 450 κιλά. Σε πειραματική καλλιέργεια που πραγματοποιήθηκε το 2019 από το ΓΠΑ σε συνεργασία με τον ΕΛΓΟ Δήμητρα και χρηματοδότηση της Δέλτα Τρόφιμα, η στρεμματική απόδοση ανήλθε στα 505 κιλά. Η σόγια που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν μεταλλαγμένη (NGMO). Σήμερα η καλλιέργειά της κρίνεται ως οικονομικά βιώσιμη. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παραγόμενου σογιόσπορου είναι εξαιρετικά. Θα μπορούσε να καλλιεργείται από συνεταιρισμένους παραγωγούς και να πωλείται απευθείας σε κτηνοτρόφους ή στη βιομηχανία ζωοτροφών.

Εναλλακτική λύση στη σόγια θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι καρποί κτηνοτροφικών φυτών που ανήκουν στην βοτανική οικογένεια των ψυχανθών. Τέτοιοι καρποί είναι το μπιζέλι, το κουκί, το ρόβι, το λούπινο, το λαθούρι κλπ. Η καλλιέργεια των ψυχανθών έχει επίσης τεράστια σημασία στη διατήρηση της αειφορίας του αγρο-οικοσυστήματος. Το ριζικό τους σύστημα δεσμεύει το ατμοσφαιρικό άζωτο και έτσι διατηρείται η γονιμότητα των εδαφών.  Η καλλιέργειά τους έχει άριστα αποτελέσματα στα συστήματα αμειψισποράς αφού εμπλουτίζουν το έδαφος με άζωτο. 

Στη χώρα μας η καλλιέργεια των καρποδοτικών ψυχανθών είναι περιστασιακή λόγω της μειωμένης ανταγωνιστικότητάς τους με τη σόγια και περιορίζεται στα σανοδοτικά μόνο ψυχανθή (μηδική, βίκος, τριφύλλια κλπ). Ένα ακόμα σοβαρό πρόβλημα είναι οι αντιθρεπτικοί παράγοντες που περιέχουν. Οι καλλιέργειες κτηνοτροφικών ψυχανθών γίνονται από μεμονωμένους παραγωγούς στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν το εισόδημά τους. Και στον τομέα αυτόν η κρατική συνεισφορά είναι απούσα.

Αν μιλάμε για επάρκεια στο αγελαδινό γάλα, όπως και σε κάθε κτηνοτροφικό προϊόν, σε όποιο ποσοστό είναι αυτή, και δεν μιλάμε για απεξάρτηση από τη σόγια, τότε η επάρκεια στην οποία αναφερόμαστε είναι πλασματική.

Για το σκοπό αυτό είναι απαραίτητη η σύσταση Φορέα με συμμετοχή (ενδεικτικά αναφέρουμε) Πανεπιστημίων, Ινστιτούτων, Αγροτών (καλλιεργητών και κτηνοτρόφων), Βιομηχανίας Ζωοτροφών με αντικείμενο  τη μελέτη, την έρευνα και το πειραματισμό στη καλλιέργεια και στη χρήση των κτηνοτροφικών καρποδοτικών ψυχανθών. Αντικείμενο του Φορέα θα είναι το πολλαπλασιαστικό υλικό, οι καλλιεργητικές μέθοδοι, η καταλληλότητα των εδαφών, το κλιματικό περιβάλλον, τα διατροφικά σχήματα για τα ζώα, η αξιολόγηση της θρεπτικής αξίας τους. Στόχος η γενετική βελτίωση και η παραγωγή ποικιλιών σπόρων για τον περιορισμό των αντιδιατροφικών παραγόντων και τη βέλτιστη απόδοση των καλλιεργειών. Πιστεύουμε ότι με τις σημερινές επιστημονικές γνώσεις και τα διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί.

Η βαμβακόπιττα που προέρχεται από την επεξεργασία του βαμβακόσπορου αποτελεί μια πολύ καλής ποιότητας ζωοτροφή λόγω τις μεγάλης περιεκτικότητας σε αζωτούχες ενώσεις και μπορεί εν μέρει να αντικαταστήσει τη σόγια. Πλην όμως, η χρήση της υπόκειται σε περιορισμούς λόγω της τοξικής ουσίας της γκοσυπόλης που περιέχει. Η τεχνογνωσία για την αφαίρεση της γκοσυπόλης υπάρχει. Μένει να εφαρμοστεί. Η ουσία αυτή μάλιστα σύμφωνα με κάποιους επιστήμονες μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη φαρμακευτική. 

Το άβουλο και παρασιτικό κράτος και στο ζήτημα αυτό τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Ή για την ακρίβεια τρέχει όπου μυρίζει ψητό. Ενεργοποιείται τελευταία  μέσω του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος “Legumes4Protein” για τη χρήση των ψυχανθών: βίκος, μπιζέλι, λούπινο και κουκί. Η Ε.Ε. πήρε την απόφαση να στραφεί στη καλλιέργεια των κτηνοτροφικών ψυχανθών λόγω του υψηλού βαθμού εξάρτησης της κτηνοτροφίας της από την εισαγωγή σόγιας αφού μόνο το 5% της χρησιμοποιούμενης στην κτηνοτροφία σόγιας παράγεται στην Ε.Ε. Γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων του προγράμματος θα μπει στις τσέπες των αετονύχηδων. Ελπίζουμε, από τα ρέστα, να βγει κάποιο μικρό αποτέλεσμα προς όφελος της κτηνοτροφίας.

Η ανάπτυξη της καλλιέργειας των κτηνοτροφικών ψυχανθών είναι μεγάλης σπουδαιότητας για τα νησιά. Το διατροφικό μοντέλο που εφαρμόζεται στην ηπειρωτική Ελλάδα και στηρίζεται στις καλλιέργειες δημητριακών, στα ενσιρώματα, και στη σόγια, είτε δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα νησιά λόγω μικρών και πολυδιάσπαρτων κλήρων, έλλειψης νερού και μηχανημάτων συγκομιδής, είτε θα επιβαρύνεται με τεράστιο κόστος σε περίπτωση μεταφοράς αυτών των ζωοτροφών αυτούσιων από την ηπειρωτική Ελλάδα. Αντίθετα, τα νησιά είχαν αναπτύξει ξηροθερμικές καλλιέργειες ψυχανθών καθώς και ποικιλιών δημητριακών ανθεκτικών στη ξηρασία και χαμηλών απαιτήσεων σε θρεπτικά συστατικά με μεγάλη απόδοση σε χορτομάζα. Πρέπει να αναβιώσουν οι σπόροι των ποικιλιών αυτών. Το ρόβι για παράδειγμα είναι ένα ψυχανθές με μεγάλη αντοχή στη ξηρασία και μεγάλη θρεπτική αξία γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων και προσαρμοσμένο στις ελληνικές εδαφο-κλιματικές συνθήκες. Τα νησιά μας δεν είναι για να υποδέχονται και να ζουν μόνο από  τουρίστες. Έχουν και παραγωγική υπόσταση. Τα εκατοντάδες προϊόντα ΠΟΠ και ΠΓΕ που παράγουν το αποδεικνύουν. Και δεν είναι μόνο θέμα οικονομικό. Είναι πρωτίστως κοινωνικό και πολιτισμικό. Παρόμοια με τα νησιά, τα ψυχανθή μπορούν να καλλιεργηθούν σε ημιορεινές, ορεινές και μειονεκτικές περιοχές με την αξιοποίηση ξερικών εδαφών.

Εκτός των καρπών των ψυχανθών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις συμπυκνωμένες τροφές των αγελάδων, μια σειρά υποπροϊόντων της αλυσίδας των τροφίμων φυτικής προέλευσης τα οποία πετιούνται, πολλά των οποίων μολύνουν και το περιβάλλον, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χονδροειδείς ζωοτροφές. Υπάρχουν πειραματικά δεδομένα όπου τα ελαιόφυλλα των ελαιοτριβείων μπορούν να χρησιμοποιηθούν με τη μορφή ενσιρώματος ως χονδροειδής  ζωοτροφή στη διατροφή των μηρυκαστικών. Πρόκειται για μια πρώτη ύλη μηδενικού κόστους ως προς τη προμήθειά της και απειροελάχιστων εξόδων ως προς την κατεργασία της. Ο ελαιοπυρήνας επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί στη διατροφή των ζώων κατόπιν βιομηχανικής επεξεργασίας. Παράγεται μια εξαιρετικής ποιότητας και οικονομικά συμφέρουσα ζωοτροφή αντικαθιστώντας εν μέρει τα δημητριακά.

Μεγάλος είναι ο κατάλογος των παραπροϊόντων και υποπροϊόντων από το κύκλωμα  παραγωγής, τυποποίησης και μεταποίησης προϊόντων φυτικής προέλευσης που μπορούν με την κατάλληλη επεξεργασία να χρησιμοποιηθούν ως ζωοτροφές των αγελάδων και των λοιπών παραγωγικών ζώων. Ελάχιστα είναι αυτά που χρησιμοποιούνται και εκατομμύρια οι τόνοι που καταλήγουν στις χωματερές επιβαρύνοντας το περιβάλλον ή καίγονται στα χωράφια.

Μέρος του εθνικού σχεδιασμού παραγωγικής ανασυγκρότησης του πρωτογενούς τομέα θα πρέπει να είναι η δημιουργία κινήτρων και η χρηματοδότηση για την αξιοποίηση των υποπροϊόντων συσκευαστηρίων, βιομηχανίας και βιοτεχνίας τροφίμων, υπολειμμάτων φυτικών καλλιεργειών που μένουν στα χωράφια. Επίσης ανάπτυξη δράσεων ενημέρωσης και ενθάρρυνσης των παραγωγών, παροχής συμβουλών και προτάσεις σιτηρεσίων με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα προϊόντα. Και ο κύκλος πρέπει να κλείνει, με την παρακολούθηση των αποδόσεων των ζώων, την υγεία και ευζωΐα τους και την αξιολόγηση των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών των παραγόμενων προϊόντων. Κατά γεωγραφικές περιοχές μπορούν να εφαρμοστούν διατροφικά μοντέλα που να συμπεριλαμβάνουν υποπροϊόντα από την καλλιέργεια και τη μεταποίηση των φυτικών διατροφικών προϊόντων ανθρώπινης κατανάλωσης και τίποτα να μη πηγαίνει χαμένο.

 

3. Η κοπριά δεν είναι για τα λάχανα.

Πολλές φορές ακούμε τους κτηνοτρόφους να λένε, θέλοντας να εκφράσουν την απογοήτευσή τους: «δουλεύουμε, δουλεύουμε, και στο τέλος μας μένει η κοπριά!». Και όμως ούτε η κοπριά τους μένει, ενώ θα μπορούσε.

Οι δαπάνες σε ενέργεια είναι στη τρίτη θέση των δαπανών που διαμορφώνουν το κόστος παραγωγής. Προηγούνται το κόστος διατροφής και οι δαπάνες αγοράς ζώων για αντικατάσταση ή για γενετική βελτίωση. Μια μεσαία μονάδα των 150 αγελάδων έχει ετήσιες δαπάνες για ενέργεια ύψους 23.000 ευρώ περίπου. Αυτές επιμερίζονται στο κόστος του ρεύματος που είναι 9.000 ευρώ/έτος και σε κόστος για πετρέλαιο για την καλλιέργεια των ζωοτροφών 14.000 ευρώ/έτος περίπου. Το ποσό των 23.000 ευρώ αντιστοιχεί σχεδόν στο 8% των εσόδων από τη πώληση του γάλακτος.

Η αξιοποίηση των οργανικών αποβλήτων των κτηνοτροφικών μονάδων μπορεί να προσφέρει ένα σημαντικό εισόδημα μέσω της παραγωγής βιοαερίου/ βιομεθανίου.  Βιοαέριο ονομάζουμε το αέριο μίγμα που προκύπτει από την μικροβιολογική αποδόμηση οργανικών υλικών με Αναερόβια Χώνευση (ζύμωση απουσία οξυγόνου). Τα βασικά συστατικά αυτού του αερίου μίγματος είναι το μεθάνιο (CH4) σε ποσοστό 60-75% και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Περιέχει επίσης υδρόθειο, καθώς και ίχνη αμμωνίας, υδρογόνου και αζώτου. Το βιοαέριο μπορεί να αναβαθμιστεί σε καθαρό μεθάνιο.

Πέντε αγελάδες παράγουν 90 τόνους κοπριάς ανά έτος από τους οποίους η Αναερόβια Χώνευση θα μας προσφέρει 2.800 m3 βιοαερίου από το οποίο μπορούν να παραχθούν 1.600 m3 βιομεθανίου. Με το βιομεθάνιο αυτό μπορεί να κινηθεί ένα επιβατικό αυτοκίνητο επί ένα χρόνο κάνοντας 20.000 χιλιόμετρα(1) . Από τα υγρά απόβλητα 430 αγελάδων, 735 χοίρων και 1900 προβάτων συνολικού όγκου 40.000 m3/έτος μπορούν να παραχθούν 600.000 kWh/έτος ηλεκτρικής ενέργειας  που αντιστοιχεί στην ετήσια κατανάλωση ρεύματος 40 νοικοκυριών. Το ρεύμα αυτό πωλούμενο στη ΔΕΗ προσφέρει στους κτηνοτρόφους ένα πολύ αξιόλογο εισόδημα(2). Στη πράξη τα συνολικά απόβλητα θα είναι πολύ περισσότερα γιατί σ΄ αυτά εκτός της κοπριάς συμπεριλαμβάνονται τα υλικά στρωμνής, τα υπολείμματα ζωοτροφών, τα νεκρά ζώα κλπ.  Με το βιομεθάνιο θα μπορούσαν να κινηθούν τα αγροτικά μηχανήματα, τα φορτηγά και όλα τα χρησιμοποιούμενα μεταφορικά μέσα. Σε χώρες του εξωτερικού όπως η Σουηδία, πολλά μέσα μαζικής μεταφοράς (λεωφορεία, τραμ, πλοία κλπ) και φορτηγά κινούνται με βιομεθάνιο. Στην Ελβετία το βιομεθάνιο χρησιμοποιείται εδώ και περίπου 25 χρόνια.

Σύμφωνα με μελέτη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, από μια εγκατάσταση επεξεργασίας αποβλήτων με τη μέθοδο της αναερόβιας χώνευσης, την οποία θα τροφοδοτούμε με 30m3/ημέρα κοπριά αγελάδων γαλακτοπαραγωγής και με 10m3  Ζωϊκά Υποπροϊόντα (ΖΥΠ) μπορούμε να παίρνουμε 1.000m 3 Βιοαέριο περιεκτικότητας σε μεθάνιο 75%. Η ηλεκτρική ενέργεια που θα παράγεται θα έχει  ισχύ 2.700 kWh ημερησίως εξασφαλίζοντας έσοδα από την ΔΕΔΔΗΕ 590 ευρώ/ημέρα. Το επενδυτικό κόστος ανέρχεται σε 450.000 ευρώ, τα λειτουργικά έξοδα είναι 60.000 ευρώ/έτος και η περίοδος απόσβεσης 4 χρόνια.

Παρόλα τα συντριπτικά αυτά στοιχεία και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως θα δούμε παρακάτω σε σχέση με τις άλλες ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας), η πολιτική του κράτους δείχνει να μην επιθυμεί την εγκατάσταση σταθμών παραγωγής βιοαερίου. Πολλές φορές είναι και εμφανώς εχθρικό. Αντίθετα προωθεί και διευκολύνει την εγκατάσταση αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων. Είναι συχνό το φαινόμενο κτηνοτροφικές μονάδες να μην ιδρύονται, άλλες να απειλούνται με κλείσιμο και πολλές να τις έχουν κλείσει, επειδή, τάχα, «μολύνουν το περιβάλλον». Συνιστά μέγιστη υποκρισία από τη πλευρά του κράτους, η δήθεν προστασία του περιβάλλοντος και η ταυτόχρονη εχθρική πολιτική του στην εγκατάσταση σταθμών παραγωγής βιοαερίου, που εμφανώς λύνουν το πρόβλημα.

 Το 2010 το ΥπΑΑΤ σχεδίασε τη πρώτη γενιά αγροτικών φωτοβολταϊκών (Φ/Β) κατά την οποία εγκαταστάθηκαν 2.500 Φ/Β πάρκα των 100kW το καθένα. Για κάθε ένα από αυτά, απαιτούνται τουλάχιστον 3 στρέμματα. Δηλαδή για το σύνολο των εγκαταστάσεων αυτών δεσμεύτηκαν 7.500 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 250.000 kW. Σήμερα σχεδιάζεται η δεύτερη γενιά αγροτικών Φ/Β. Ήδη το Υπουργείο προγραμματίζει χρηματοδοτήσεις των Τοπικών Οργανισμών Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) για εγκαταστάσεις Φ/Β, ώστε να σταματήσουν να παίρνουν ρεύμα από τη ΔΕΗ στην οποία είναι υπερχρεωμένοι.

Ενώ η ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και των αιολικών πάρκων ως ΑΠΕ είναι ιλιγγιώδης η εξέλιξη των μονάδων Βιοαερίου είναι απελπιστικά αργή. Σύμφωνα με τον ΕΣΠΑΒ (Ελληνικό Σύνδεσμο Παραγωγών Βιοαερίου)  στη δεκαετία 2011-20 θα έπρεπε να είχαν κατασκευασθεί σύμφωνα με τους στόχους περίπου 700 μονάδες, μέχρι το 2018 είχαν κατασκευαστεί μόλις 32!

Σε σχέση με τα Φ/Β και τα αιολικά υπάρχει πολύ μικρή διείσδυση και ασύμμετρη γεωγραφική εξάπλωση των μονάδων Βιοαερίου στη χώρα μας. Η Πελοπόννησος, η Εύβοια και τα Νησιά έχουν κριθεί ως περιοχές «κεκορεσμένες για ΑΠΕ». Ο λόγος που προφασίζεται η ΔΕΔΔΗΕ είναι η ανεπάρκεια και η χωρητικότητα (μη δυνατότητα απορρόφησης) του δικτύου. Παρόλα αυτά δίνει 1100 MW για αιολικούς και 400 MW για φωτοβολταϊκούς σταθμούς ενώ εξαιρεί το Βιοαέριο.

Τα πλεονεκτήματα των σταθμών βιοαερίου ως ΑΠΕ είναι συντριπτικά σε σχέση με τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Πιο συγκεκριμένα:

1-      Έχουν τεράστια συμβολή στη προστασία του περιβάλλοντος, αυξάνουν άμεσα το εισόδημα των εμπλεκομένων.

2-      Υπάρχει σταθερή προσφορά πρώτης ύλης από κτηνοτροφικές μονάδες, σφαγεία, τυροκομεία, ελαιοτριβεία, βιομηχανία τροφίμων, συσκευαστήρια, εστίαση, υπολείμματα καλλιεργειών, κλπ.

3-      Λύνουν κατά ένα μεγάλο μέρος το πρόβλημα των σκουπιδιών των πόλεων μειώνοντας τον όγκο τους αφού τα οργανικά απόβλητα των νοικοκυριών μπορούν να αξιοποιηθούν εκεί.

4-      Για την εγκατάστασή τους δεν απαιτούνται παρά ελάχιστα στρέμματα γης σε αντίθεση με τις τεράστιες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που απαιτούνται για τα φωτοβολταϊκά και τη τερατώδη οικολογική καταστροφή προκαλεί η εγκατάσταση αιολικών πάρκων.

5-      Δημιουργούν πολλαπλάσιες θέσεις εργασίας σε σχέση με τις άλλες ΑΠΕ συμβάλλοντας στο ζωντάνεμα της υπαίθρου.

6-      Υπάρχει η δυνατότητα παραγωγής και άλλων μορφών ενέργειας όπως θερμική (παραγωγή ζεστού νερού), κινητική (παραγωγή βιομεθανίου για τη κίνηση γεωργικών μηχανημάτων και οχημάτων) και όχι μόνο ηλεκτρικής.

7-      Τα οργανικά απόβλητα μπορούν να αποθηκευτούν και να χρησιμοποιηθούν ανάλογα με τη ζήτηση.

8-      Μπορούν να κατανεμηθούν ομοιόμορφα σε όλη την επικράτεια και να εγκατασταθούν σε ένα ευρύ φάσμα τοποθεσιών.

9-      Επιτρέπει τη λειτουργία σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού σε διάφορες κλίμακες από λίγα kW μέχρι πολλά MW.

10-  Συμβάλλει στην ανάπτυξη του κατασκευαστικού κλάδου και των τεχνικών επαγγελμάτων γενικότερα των τοπικών κοινωνιών.

11-  Αντίθετα με τους αιολικούς και τους ηλιακούς σταθμούς που έχουν διακοπτόμενη μη ελεγχόμενη παραγωγή, ανάλογα με την ένταση των ανέμων και την ηλιοφάνεια, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από οργανικά απόβλητα, μπορεί να προγραμματιστεί όπως και των υπολοίπων θερμικών μονάδων που λειτουργούν με ορυκτά καύσιμα και να είναι σταθερή.

12-  Υπάρχει συνεχής, όλες τις εποχές του έτους και σταθερή, χωρίς αυξομειώσεις,  προσφορά πρώτης ύλης.

13-  Εκμηδενίζει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη λειτουργία των κτηνοτροφικών μονάδων που αποτελούν από τα μεγαλύτερα εμπόδια λειτουργίας, επέκτασης και ίδρυσης νέων. Δημιουργούνται οι προϋποθέσεις να αλλάξει άρδην η υπερβάλλουσα σχετική νομοθεσία.

14-  Το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την αναερόβια χώνευση είναι άριστο εδαφοβελτιωτικό στείρο από μικρόβια και άλλους επιβλαβείς μικροοργανισμούς σε αντίθεση με τη χρησιμοποιούμενη σήμερα για τη λίπανση των χωραφιών νωπή, ανεπεξέργαστη κοπριά που επιφέρει μόλυνση των εδαφών και του υδροφόρου ορίζοντα από κολοβακτηρίδια, εντεροκόκκους, σαλμονέλα, παράσιτα κλπ. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε βιολογικές καλλιέργειες.

15-  Η παραγωγή ρεύματος από σταθμούς βιοαερίου είναι απόλυτα ελεγχόμενη χωρίς να δημιουργεί προβλήματα υπερφόρτωσης στο δίκτυο όπως συμβαίνει με τις ανεμογεννήτριες και τα φωτοβολταϊκά.

Το μοναδικό εμπόδιο για την εγκατάσταση σταθμών βιοαερίου είναι το ίδιο το κράτος. Δέσμιο πολυποίκιλων εξαρτήσεων και συμφερόντων ως οργανικών στοιχείων της φυσιογνωμίας του και υπό το καθεστώς της οικονομικής κατοχής που του έχουν επιβάλλει οι δανειστές, εφαρμόζει και στο τομέα αυτό την πολιτική που του υπαγορεύουν οι επικυρίαρχες δυνάμεις και τα συμφέροντα της οικονομικής ελίτ. Συνάρτηση αυτών είναι η προτεραιότητα που έχει δώσει στην αιολική και στην ηλιακή ενέργεια ως σχεδόν αποκλειστικών ΑΠΕ που στην ουσία δεν είναι ΑΠΕ, ειδικά οι ανεμογεννήτριες αφού δεν ανακυκλώνονται . Γερμανοί είναι οι κύριοι προμηθευτές, οι γνωστοί και μόνιμοι εθνικοί εργολάβοι είναι οι κατασκευαστές.

Οι καταναλωτές πληρώνουμε τη νύφη των δισεκατομμυρίων που απαιτούνται για τη λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» μέσω των φόρων για τους ρύπους, στους λογαριασμούς της ΔΕΗ κλπ στη βάση της θεωρίας της «κλιματικής αλλαγής» ανθρωπογενούς προέλευσης. Πρόκειται περί μιας «κλιματικής απάτης» που στηρίζεται στη θεωρία ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη οφείλεται στην μεγάλη συγκέντρωση διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η επιστημονική αλήθεια είναι ότι η αλλαγή του κλίματος είναι διαρκής από τότε που δημιουργήθηκε η γη και οφείλεται στην αυξομειούμενη ποσότητα ηλιακής ακτινοβολίας που δέχεται. Η δε αύξηση της συγκέντρωσης του CO2 έπεται, και δεν προηγείται, της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη. Οι υδρατμοί άλλωστε, είναι το σπουδαιότερο «αέριο» του «θεμοκηπίου».

Η χάραξη ενός Εθνικού Σχεδίου παραγωγής βιοαερίου σε ότι αφορά την κτηνοτροφία, πρέπει να έχει δύο πλευρές. Αφενός θα αξιοποιεί τα απόβλητα των υφιστάμενων κτηνοτροφικών μονάδων (και όχι μόνο)αυξάνοντας το εισόδημα των κτηνοτρόφων και παράλληλα θα τους απαλλάσσει από το βραχνά των αδειοδοτήσεων αφού θα περιοριστούν οι περιβαλλοντικές συνέπειες από τις εκτροφές τους, αφετέρου θα δημιουργηθεί ένα επιπρόσθετο κίνητρο, στα κίνητρα που πρέπει να δώσει το κράτος για ίδρυση νέων μονάδων για τα προϊόντα όπου η χώρα είναι ελλειμματική (γάλα, μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας κλπ).

 

4. Η Γενετική Βελτίωση.

Σκοπός της Γενετικής Βελτίωσης (ΓΒ) είναι η δημιουργία γεννητόρων (γονέων) με κληρονομήσιμα χαρακτηριστικά προοδευτικά βελτιούμενων παραγωγικών και άλλων χαρακτηριστικών, προσαρμοσμένων στις επικρατούσες περιβαλλοντικές και τεχνικοοικονομικές συνθήκες. Η ΓΒ είναι εφαρμοσμένη επιστήμη η οποία έχει ως βάση τη Γενετική συνεπικουρείται όμως και από άλλους επιστημονικούς κλάδους όπως την Αναπαραγωγή, τη Ζωοτεχνία, τη Στατιστική, την Οικονομία κλπ.

Το πρόγραμμα ΓΒ ξεκινάει από την μελέτη της κληρονομησιμότητας των ποιοτικών χαρακτηριστικών και των ποσοτικών ιδιοτήτων του ζωϊκού πληθυσμού. Στη συνέχεια αποφασίζονται οι βελτιωτικοί στόχοι και η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί για την επίτευξή τους. Παράλληλα με τα προγράμματα ΓΒ πρέπει να εφαρμόζονται και προγράμματα διατήρησης των αυτόχθονων φυλών τόσο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας για πιθανή μελλοντική αξιοποίηση του εγχώριου και άρα εγκλιματισμένου γενετικού  υλικού.

Τα κριτήρια για το προσδιορισμό των επιθυμητών χαρακτηριστικών αφορούν είτε αυτό καθαυτό το προϊόν που πρόκειται να παραχθεί, εν προκειμένω το γάλα, είτε ατομικά το ζώο που θα το παράγει δηλαδή την αγελάδα αλλά και τον ταύρο προκειμένου να γίνει η αναπαραγωγή. Ως προς το γάλα ο βελτιωτικός στόχος έχει να κάνει με την ποσότητα και την ποιότητα. Η ποιότητα προσδιορίζεται από την περιεκτικότητα σε επιθυμητά συστατικά όπως λίπος, πρωτεϊνες, λακτόζη και από το κατά πόσο είναι απαλλαγμένο από ανεπιθύμητες ουσίες όπως τα σωματικά κύτταρα κλπ. Στις αγελάδες εξετάζεται η σωματική διάπλαση ιδιαίτερα στους μαστούς και την λεκάνη, η αναπαραγωγική ικανότητα, η διάρκεια του παραγωγικού βίου, η αντοχή στις ασθένειες κλπ

Δεν αρκεί όμως το γενετικό δυναμικό να είναι υψηλών αποδόσεων. Για να εκπτυχθούν οι παραγωγικές ικανότητες χρειάζεται η ανάλογη διαχείριση, διατροφή  διαβίωση των ζώων και η εκπαίδευση του παραγωγού. Η διαδικασία της ΓΒ είναι εξαιρετικά πολύπλοκη, χρειάζεται κεντρικός σχεδιασμός, πρέπει να γίνεται συστηματική καταγραφή των αποτελεσμάτων, απαιτείται συνδυασμός έρευνας και πρακτικής εφαρμογής. Η ΓΒ είναι από τη φύση της μια συλλογική διαδικασία, με συλλογική στόχευση, με οριζόντια και κάθετη οργάνωση, απαιτεί συνέργιες και συνεργασίες μεταξύ παραγωγών, φορέων, επιστημόνων υψηλής κατάρτισης και πολλών ειδικοτήτων, εξειδικευμένο τεχνικό και διοικητικό προσωπικό. Οι παραγωγοί αποκτούν τεχνογνωσία  και πρόσβαση στη πληροφορία ενώ ταυτόχρονα διαπαιδαγωγούνται να δουλεύουν συλλογικά.

Ο μεγάλος αναπαραγωγικός κύκλος των αγελάδων έχει σαν αποτέλεσμα να είναι αντίστοιχα μεγάλος και ο χρόνος για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Η αξιολόγηση ενός θηλυκού μοσχαριού που θα γεννηθεί σήμερα, θα γίνει τουλάχιστον μετά το τέλος της δεύτερης γαλακτικής περιόδου της ζωής του, δηλαδή μετά από σχεδόν 5 χρόνια. Επομένως το πρόγραμμα ΓΒ πρέπει να έχει συνέχεια και συνέπεια.

Η ΓΒ και η διατήρηση των βελτιωτικών αποτελεσμάτων αυτής, αποτελεί τον πυρήνα και το μοχλό που θα «ανασηκώσει» τη παραγωγικότητα, και όχι κάποιο γρανάζι της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ είναι η αναγκαία προϋπόθεση για την διασφάλιση του όποιου ποσοστού επάρκειας της χώρας. Αποτελεί από μόνη της αξία, είναι εθνικό κεφάλαιο και ωφελεί εκτός από τον παραγωγό και τον καταναλωτή γιατί του διασφαλίζει τη ποσότητα, τη ποικιλία και τη ποιότητα των προϊόντων.

Αυτονόητα είναι απαραίτητη η αξιοποίηση των διεθνών εξελίξεων της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η αξιολόγηση του γενετικού υλικού των ζώων αντικατάστασης μπορεί να γίνει με μεγάλη ακρίβεια πολύ πρώιμα, από την γέννησή τους ακόμα, χωρίς να περιμένουμε τους απογόνους τους, με τη χρησιμοποίηση των νέων καινοτόμων μεθόδων γενετικής μηχανικής και της γωνιδιωματικής τεχνολογίας. Η χρήση σπέρματος προκαθορισμένου φύλου («σεξαρισμένου») μπορεί επίσης να επιταχύνει τη επίτευξη των βελτιωτικών στόχων δίνει δε την δυνατότητα στον παραγωγό να προσανατολιστεί, εκτός από το γάλα και στη παραγωγή μοσχαριών κρεοπαραγωγής, αφού έτσι θα εξασφαλίζει τα αναγκαία θηλυκά ζώα αντικατάστασης.

Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, η ΓΒ στην Ελλάδα αντιμετωπίστηκε πρόχειρα, ευκαιριακά, επιφανειακά και εν τέλει αντιεπιστημονικά. Επιπλέον απασχόλησε μονοδιάστατα και κυρίως μόνο η ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος και δευτερευόντως η ποιότητά του,  τα παραγωγικά χαρακτηριστικά και τη προέλευση των ζώων. Η δε χρήση Τεχνητής Σπερματέγχυσης ήταν ανεπαρκής και Εμβρυομεταφοράς σχεδόν ανύπαρκτη.

Σήμερα η ΓΒ έχει υποκατασταθεί από τις εισαγωγές ζώων υψηλού (ή υποτίθεται υψηλού) γενετικού δυναμικού και κατά δεύτερο λόγο από τις εισαγωγές κατεψυγμένου σπέρματος. Το ένδοξο ελληνικό κράτος φρόντισε να μην υφίσταται ΓΒ σήμερα στην Ελλάδα. Αποτέλεσμα αυτού είναι στο αγελαδινό γάλα να είμαστε πλήρως εξαρτημένοι. Αν οι εισαγωγές σόγιας κάνουν την επάρκεια της χώρας σε αγελαδινό γάλα, όπως είπαμε, «πλασματική», οι εισαγωγές αγελάδων την καθιστούν κάλπικη. Η παραγωγή των 600.000 τόνων/έτος, που δημιουργεί επάρκεια 40% περίπου, για να εξακολουθήσει να υπάρχει πρέπει να γίνονται πρώτον, συνεχείς εισαγωγές έτοιμων για παραγωγή εγκύων μοσχίδων γεννημένων από αγελάδες υψηλών αποδόσεων της Γερμανίας, της Ολλανδίας, της Δανίας κλπ και δεύτερον, με τις  εισαγωγές κατεψυγμένου σπέρματος από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.  Η συντήρηση αυτού του επιπέδου παραγωγής εξαρτάται από την διαθεσιμότητα ζώων και τις προθέσεις των χωρών προέλευσης,  τους εισαγωγείς ζώων και σπέρματος και από τις ατομικές και υποκειμενικές επιλογές των αγελαδοτρόφων το δε κράτος λάμπει δια της απουσίας του και εμφανίζεται μόνο για την είσπραξη των φόρων.

Οι αγελαδοτρόφοι για να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των εκτροφών τους υφίστανται μια συνεχή οικονομική αιμορραγία, αφού είναι υποχρεωμένοι διαρκώς να εισάγουν ζώα ώστε να ανανεώσουν το ζωϊκό κεφάλαιό τους. Ακόμα, δεν μπορούν να καταφύγουν στην οικονομικότερη λύση της ΤΣ αφού ειδικοί σπερματεγχύτες δεν υπάρχουν. Έτσι πολλές χιλιάδες ευρώ εκρέουν κάθε χρόνο από την Ελλάδα για το σκοπό αυτό. Το πρόβλημα μεγεθύνεται από το σύντομο παραγωγικό βίο των ζώων εισαγωγής, που δεν ξεπερνούν τους 3-4 τοκετούς.

Η εκπόνηση, χρηματοδότηση και εφαρμογή ενός Εθνικού Σχεδίου Γενετικής Βελτίωσης, στη βάση όσων αναφέραμε στην αρχή, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση όχι μόνο για την επιβίωση του κλάδου της αγελαδοτροφίας αλλά για την εθνική μας οικονομία και τη διατροφική μας ασφάλεια ποσοτικά και ποιοτικά.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια